- ἐπετελείωσε
- ἐπιτελειόωcompleteaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτελειώ — ἐπιτελειῶ, όω (Α) (Μ και ἐπιτελειώνω) μσν. κατορθώνω αρχ. συμπληρώνω («τὴν θυσίαν ἐπετελείωσε», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτέλειος ή < επί + τελειώ] … Dictionary of Greek